Οι β-γλυκάνες είναι πολυσακχαρίδια που βρίσκονται σε ορισμένα δημητριακά και κυρίως  στο κριθάρι,  τη βρώμη, το σιτάρι, την σίκαλη και το ρύζι. Συγκεκριμένα, το κριθάρι περιέχει κατ’ ελάχιστο 2,5% του βάρους του σε β-γλυκάνες, η βρώμη 2,2%, η σίκαλη 1,2%, και το σιτάρι 0,4%.
Οι β-γλυκάνες θεωρούνται ως διαιτητικές ίνες, διότι το ανθρώπινο πεπτικό σύστημα δεν διαθέτει τα κατάλληλα ένζυμα για τη διάσπαση και αφομοίωσή τους, εκτός του παχέος εντέρου όπου σε κάποια έκταση αποικοδομούνται από την εντερική χλωρίδα. Αποδεδειγμένα συμβάλουν στη ρύθμιση της εντερικής χλωρίδας, και στην περαιτέρω ρύθμιση της κινητικότητας του εντέρου. Έχουν την σημαντική ιδιότητα να δεσμεύουν τοξικές ουσίες, και βοηθούν σημαντικά στη μείωση των επιπέδων της χοληστερόλης του αίματος καθώς και στη ρύθμιση του μεταβολισμού των λιποπρωτεινών. Η κατανάλωση δημητριακών με υψηλή περιεκτικότητα σε β-γλυκάνες αποφέρουν επιλεκτική μείωση της LDL (κακής χοληστερόλης) ενώ παράλληλα αυξάνουν την HDL (καλή χοληστερόλη).
Η καθημερινή κατανάλωση τριών με τεσσάρων μερίδων δημητριακών ολικής άλεσης με μεγάλη περιεκτικότητα σε β-γλυκάνες όπως το κριθάρι και η βρώμη παίξουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του σωματικού βάρους και στη βελτίωση του μεταβολισμού, όχι µόνο µέσω της ρύθμισης της γλυκόζης και ινσουλίνης, αλλά και µέσω της αύξησης της αίσθησης του κορεσμού, λόγω αύξησης του ιξώδους στο περιεχόμενο του στοµάχου και της μείωσης της απορρόφησης της τροφής από το λεπτό έντερο, δράσεις που φαίνεται ότι οδηγούν στη μείωση της όρεξης.
Ανακεφαλαιώνοντας, έχουν πολλές θετικές επιδράσεις στην υγεία:
  • ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα
  • χρησιμοποιούνται σε θεραπείες ενάντια στον καρκίνο
  • επιβραδύνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων μειώνοντας έτσι τις διακυμάνσεις στο σάκχαρο του αίματος που παρατηρούνται μετά από ένα γεύμα
  • βοηθούν στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα.